Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

ΟΜΙΛΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ FINANCIAL TIMES

ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΙΑ ΧΡΗΣΗ ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΟΜΙΛΙΑ

ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ FINANCIAL TIMES

«THE FUTURE OF BANKING IN GREECE»

Κυρίες και  κύριοι, είναι ιδιαίτερη χαρά η παρουσία μου εδώ σήμερα, σε μια κρίσιμη στιγμή για την ελληνική οικονομία. Έχουμε περάσει ήδη τρεις πολύ ενδιαφέροντες μήνες και οι επόμενοι θα είναι εξίσου ενδιαφέροντες και είμαστε σε μια στιγμή κρίσης, σίγουρα, αλλά και ευκαιριών. Μια στιγμή, που μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε νηφάλια τα πραγματικά προβλήματα και να σχεδιάσουμε στρατηγικές, πολιτικές, λύσεις για να ξεφύγουμε απ’ αυτά και να ανοίξουμε νέα σελίδα ανάπτυξης για τη χώρα. Χωρίς αμφιβολία, περνάμε δύσκολες στιγμές δημοσιονομικά, πολλοί από σας, οικονομικά, στο τραπεζικό σύστημα.

Παρ’ όλα αυτά, όχι απλώς διατηρώ την αισιοδοξία μου, αλλά πιστεύω ότι, επειδή βρισκόμαστε ακριβώς σ’ αυτή την καμπή, οι πολιτικές που έχουν αρχίσει ήδη να υλοποιούνται, δίνουν τη δυνατότητα στην ελληνική οικονομία να αφήσει πίσω παθογένειες ετών. Δίνει τη δυνατότητα στην ελληνική οικονομία να γνωρίσει ότι το σημερινό παραγωγικό και αναπτυξιακό πρότυπο, όπως είναι, δεν μπορεί να συνεχίσει.

Μου δίνει  ιδιαίτερη ευχαρίστηση και κουράγιο, θα έλεγα, το γεγονός ότι υπάρχει μια γενική αναγνώριση στην κοινωνία – και το βλέπουμε αυτό ως πολίτες – ότι τα πράγματα δεν μπορούν να συνεχίσουν όπως είναι σήμερα. Ότι ακόμη κι οι δύσκολες επιλογές που κάνει η σημερινή Κυβέρνηση, στηρίζονται σε μια στέρεη βάση. Και σας διαβεβαιώνω, ότι σε αυτές τις δύσκολες επιλογές, αυτή η Κυβέρνηση δεν πρόκειται να κάνει πίσω, δεν πρόκειται να πισωγυρίσει, δεν πρόκειται να φύγει από τους στόχους, τους σκοπούς τους οποίους έχει εκθέσει στους Έλληνες πολίτες.

Γιατί έχει μια πολύ καθαρή εντολή από τον Ελληνικό λαό. Είναι μια εντολή αλλαγών, είναι μια εντολή τομών και μεταρρυθμίσεων, πάντα, βέβαια, με ένα ισχυρό κυρίαρχο αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης. Γιατί οποιεσδήποτε αλλαγές πάει να κάνει κάποιος, αν δεν βασίζονται σε ένα αίσθημα δικαίου, αν οι πολίτες με απλά λόγια δεν αισθάνονται ότι αυτό που γίνεται κατανέμει τα βάρη δίκαια, αν δεν αισθάνονται στο τέλος μιας προσπάθειας ότι θα υπάρξει αποτέλεσμα, δεν θα τη στηρίξουν και δεν θα στεριώσουν.

Εμείς, λοιπόν, σήμερα, είμαστε αισιόδοξοι, ακριβώς γιατί το πρόγραμμα που ξεδιπλώνεται και για το οποίο θα σας μιλήσω, βασίζεται σ’ αυτές τις δυο βασικές αρχές. Κατ’ αρχάς, σε ένα αίσθημα δικαίου και κατά δεύτερον σε πολιτικές, που άμεσα, αλλά και μεσοπρόθεσμα, έχουν αποτέλεσμα.

Ξεκινώ, λοιπόν, με μια σύντομη αναφορά για το πού βρισκόμαστε. Όλοι γνωρίζουμε ότι το 2009 ήταν μια δύσκολη χρονιά. Η ελληνική οικονομία, μετά από 16 χρόνια, για πρώτη φορά, μπήκε σε ύφεση, με ένα ετήσιο ρυθμό μείωσης του ΑΕΠ κατά 1,2 % - 1,7% το τελευταίο τρίμηνο - με μια πραγματική κατάρρευση των επενδύσεων, που ήταν μοχλός τα περασμένα χρόνια, με μείωση πάνω από 18%. 

Είχαμε μια πολύ μεγάλη μείωση των εξαγωγών, η οποία, βέβαια, ισοσκελίστηκε ως προς το ισοζύγιο, με μια ακόμη μεγαλύτερη μείωση των εισαγωγών. Τομείς αιχμής της οικονομίας, όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, έχουν πολύ σημαντική κάμψη και, για πρώτη φορά, πέφτει η ιδιωτική κατανάλωση, που έχει στηρίξει εξαιτίας και των ιδιομορφιών της ελληνικής οικονομίας - της μεγάλης γκρίζας οικονομίας που έχουμε - στο παρελθόν την ανάπτυξη.

Πολλοί διεθνείς αναλυτές, κοιτώντας την ελληνική οικονομία, θα πουν «ναι, αλλά η δική σας ύφεση ήταν ρηχή». Και είναι ρηχή πράγματι, σε σχέση με την ύφεση που βλέπουμε σε άλλες χώρες, όπως η Ιρλανδία. Η ελληνική ύφεση στο 1,2%  θα μπορούσε να πει κάποιος ότι δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά. 

Και η κατάσταση και η κρίση της ελληνικής οικονομίας, σε μικρό μόνο βαθμό μπορούν να σχετιστούν με τη διεθνή οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση. Σίγουρα, η κρίση μας επηρέασε. Μας επηρέασε σε σχέση με τις εξαγωγές μας, σε σχέση με τις προσδοκίες, σε σχέση με τη ρευστότητα, που δεν υπήρχε για να διοχετευτεί μέσω του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στους καταναλωτές και στις επιχειρήσεις.

Όμως, πίσω από όλα αυτά, υπήρχαν τα γνωστά δικά μας προβλήματα, τα οποία ήρθαν στην επιφάνεια εξαιτίας της κρίσης. Προβλήματα που έχουν να κάνουν με την συνεχιζόμενη απώλεια ανταγωνιστικότητας της χώρας μας. Με ένα διευρυνόμενο εξωτερικό έλλειμμα, και βέβαια, το διπλό έλλειμμα της χώρας, δημοσιονομικό και εξωτερικό. Μία χώρα, η οποία είναι στη ζώνη του ευρώ και λειτουργεί με τους ενιαίους κανόνες μίας νομισματικής ένωσης, δεν μπορεί να έχει εξωτερικά ελλείμματα σε διψήφια νούμερα. Δεν μπορεί να διατηρεί κάθε χρόνο επιδεινούμενες επιδόσεις αυτού του τύπου.

Έτσι, ήρθαν στην επιφάνεια τα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας, που σχετίζονται μ’ ένα μοντέλο ανάπτυξης, που κλείνει τον κύκλο του κι έχει να κάνει με την κατανάλωση, τις επενδύσεις στις υποδομές και ταυτόχρονα έναν δημόσιο τομέα, μία λειτουργία της κρατικής μηχανής, που όλοι αναγνωρίζουμε, αν όχι ως πιο βασική, σίγουρα ως κυρίαρχη τροχοπέδη στην οικονομία. Αυτά, λοιπόν, τα διαρθρωτικά προβλήματα, τα οποία κρύβαμε κάτω από το χαλί, τα οποία όλοι γνωρίζαμε, αλλά πολλές φορές θέλαμε να στείλουμε στο μέλλον ως προς το χειρισμό τους, ήρθαν στην επιφάνεια σε μία χρονιά, όπου η διεθνής ύφεση συνέπεσε με μία καταστροφική διαχείριση των δημοσίων οικονομικών. Μιλώ για καταστροφική διαχείριση, γιατί, δυστυχώς, το 2010, ξεκινάμε από ένα εξαιρετικά δυσμενές σημείο όσον αφορά στα δημόσια οικονομικά. Το έλλειμμα πέρυσι έκλεισε στο 12,7%, όταν ο Προϋπολογισμός προέβλεπε ένα έλλειμμα 2% και το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης τον Ιανουάριο της περασμένης χρονιάς προέβλεπε 3,7%. Έχουμε, δηλαδή, μία απόκλιση, όμοια της οποίας οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν έχουν ξαναδεί.

Αυτή η απόκλιση έχει τρεις κυρίως αιτίες. Η πρώτη είναι, σίγουρα, το γεγονός ότι η ανάπτυξη ήταν χειρότερη από ό,τι προβλεπόταν. Άρα, υπάρχει ένα στοιχείο οικονομικού κύκλου, που δεν αναλογεί σε περισσότερο από δύο ποσοστιαίες μονάδες της απόκλισης. Υπάρχει ένα δεύτερο στοιχείο, που είναι και το κυρίαρχο και το οποίο θα ονόμαζα με ευγενικούς όρους «η επήρρεια του εκλογικού κύκλου». Με απλά λόγια, σε μία χρονιά δύο εκλογικών αναμετρήσεων, ευρωεκλογές και εθνικές εκλογές, κατέρρευσαν οι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί και υπήρξε μία απολύτως ανεξέλεγκτη αύξηση των δαπανών.

Αυτή η αιτία, είναι σίγουρα η κυρίαρχη, είναι αυτή που αφορά περίπου έξι ποσοστιαίες μονάδες και είναι και η αιτία που βρίσκεται πίσω από το μεγάλο έλλειμμα αξιοπιστίας της χώρας, για το οποίο θα αναφερθώ. Η τρίτη αιτία, όμως, έχει να κάνει με τη μη καταγραφή στα ελλείμματα μιας σειράς από δαπάνες, οι οποίες έπρεπε να ήταν εκεί. Δαπάνες, όπως τα χρέη του ελληνικού κράτους στα νοσοκομεία και δαπάνες που συνολικά είναι μεταξύ μίας και δύο ποσοστιαίων μονάδων. Άρα, λοιπόν, έχουμε μία πολύ μεγάλη απόκλιση, η οποία από μόνη της είναι πρόβλημα – γιατί προφανώς ξεκινάει κανένας από ένα πάρα πολύ υψηλό έλλειμμα, το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσει. Γιατί προφανώς το έλλειμμα αυτό τροφοδοτεί μία εξαιρετικά ανησυχητική δυναμική του χρέους, αλλά και ένα αποτέλεσμα, το οποίο έχει από μόνο του και μία άλλη εξαιρετικά  δυσάρεστη επιπλοκή. Και αυτό είναι το πρόβλημα αξιοπιστίας που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα απέναντι στους πολίτες, απέναντι στους ευρωπαίους εταίρους της, απέναντι στις διεθνείς αγορές.

Έχω επανειλημμένα πει – και το ξαναλέω και σήμερα – ότι, εάν το έλλειμμα είναι πρόβλημα – που είναι – το γεγονός ότι τα στοιχεία του ελλείμματος δεν είναι πιστευτά από κανέναν, είναι ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα. Οποιαδήποτε άλλη χώρα έκανε αυτό που εμείς έχουμε αναγγείλει ότι θα γίνει τα επόμενα τρία χρόνια, αυτήν την τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή, θα τύχαινε μίας όχι απλώς θετικής αποδοχής, αλλά θα είχε τα συγχαρητήρια όλων των ευρωπαίων εταίρων και των διεθνών αγορών, οι οποίες θα έλεγαν ότι αυτή η χώρα έχει πάρει αποφάσεις. Για τη δική μας τη χώρα, αυτό δεν το βλέπουμε. Δεν το βλέπουμε ακόμη. Γιατί; Για έναν πολύ απλό λόγο: γιατί δεν πιστεύουν τα νούμερά μας. Γιατί λένε ότι το 12,7% μπορεί να μην είναι 12,7%, μπορεί να είναι κάτι άλλο. Και η μείωση στην οποία αναφέρεστε, μπορεί να μην προέλθει, υπάρχει μια πολύ μεγάλη αναξιοπιστία η οποία έχει να κάνει με τα προβλήματα των στατιστικών μας στοιχείων.

Προχθές, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών εξέτασε μια Έκθεση της Eurostat για τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία και βέβαια υπάρχει κι ένα έλλειμμα αξιοπιστίας σε πολιτικές. Διότι επανειλημμένως, ελληνικές Κυβερνήσεις έχουν ανακοινώσει πολιτικές, τις οποίες δεν έχουν εφαρμόσει. Το έλλειμμα, λοιπόν, αξιοπιστίας είναι – και πρέπει να είναι και δεν μπορεί παρά να είναι – η αφετηρία οποιασδήποτε προσπάθειας της νέας Κυβέρνησης. Διότι αν δεν αντιμετωπιστεί αυτό το έλλειμμα αξιοπιστίας, τότε όλες οι υπόλοιπες πολιτικές είναι σε σαθρές βάσεις, κάθονται πάνω σε μία κινούμενη άμμο, η οποία ανά πάσα στιγμή μπορεί να μας απορροφήσει.

Γι’ αυτό και μία από τις πρώτες κινήσεις μας ήταν η ανεξαρτητοποίηση της Στατιστικής Υπηρεσίας, ένα νομοσχέδιο, το οποίο αυτή τη στιγμή έχει αποσταλεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην Eurostat και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για σχόλια, και το οποίο θα εισαχθεί και θα ψηφιστεί στη Βουλή αμέσως μόλις έχουμε αυτές τις απαντήσεις. Ένα νομοσχέδιο, με το οποίο θωρακίζεται θεσμικά, λειτουργικά η ανεξαρτησία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, με τον εκάστοτε Υπουργό Οικονομικών να μην μπορεί να διορίσει ούτε να παύσει τον επικεφαλής. Να μπορεί να προτείνει μόνο ένα μέλος, σ’ ένα επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο. Μία Στατιστική Υπηρεσία, στην οποία θα λειτουργεί ένα ανεξάρτητο Στατιστικό Συμβούλιο, με κοινωνικούς φορείς και στο οποίο έχουμε ζητήσει και από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία να συμμετέχει και θα υπάρχουν κανόνες, διαδικασίες, εχέγγυα ανεξαρτησίας.

Όμως, όλοι γνωρίζουμε ότι αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Η αμφισβήτηση που υπάρχει γύρω από τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία ξεπερνάει δυστυχώς τη Στατιστική Υπηρεσία. Αφορά και το ίδιο το Υπουργείο, του οποίου εγώ προΐσταμαι, τις ίδιες τις υπηρεσίες του, γι’ αυτό και έχουμε προχωρήσει στη σύσταση μίας ανεξάρτητης επιτροπής, η οποία έχει παραδώσει ένα πόρισμα που θα δημοσιοποιήσουμε τις επόμενες ημέρες, σχετικά με την κατάσταση στα ελληνικά δημοσιονομικά στοιχεία, τα προβλήματα, και – το πιο σημαντικό – τις προτεινόμενες λύσεις. Ένα σχέδιο δράσης, ένα πόρισμα που θα καταλήξει σε διαδικασίες πιστοποίησης του τρόπου παραγωγής, δημοσιοποίησης των στοιχείων.

Δεν είναι δυνατόν το ελληνικό Δημόσιο να μην δημοσιοποιεί έγκαιρα τα στοιχεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού και να έχουμε επαναλήψεις φαινομένων, όπως πέρυσι – στοιχεία να έρχονται κάθε τρεις μήνες αντί κάθε μήνα, ακριβώς επειδή υπήρχε υστέρηση των εσόδων και υπέρβαση των δαπανών. Δεν γίνεται τα δελτία εκτέλεσης του δημοσίου χρέους να είναι ξεχασμένα σε συρτάρια και να βγαίνουν μονάχα όταν πλέον ήταν προφανές ότι δεν μπορούσαν να παραμείνουν εκεί για άλλο χρονικό διάστημα.

Πέρα απ’ αυτό, για να κλείσω το κεφάλαιο της αξιοπιστίας, υπάρχουν ευρύτερα ζητήματα, που έχουν να κάνουν με το πώς δημιουργεί κάποιος θεσμικά αντίβαρα. Οι περισσότερες χώρες, δίπλα στην επίσημη ροή των στοιχείων από το Υπουργείο Οικονομικών και τα Γενικά Λογιστήρια που υπάρχουν σε όλα τα κράτη, έχουν και ανεξάρτητους Οργανισμούς, οι οποίοι λειτουργούν ως θεσμικά αντίβαρα.

Εδώ, λοιπόν, εμείς θα νομοθετήσουμε μέχρι τα μέσα του 2010 για ένα σώμα ελέγχου του Προϋπολογισμού, το οποίο θα βρίσκεται εκτός Εκτελεστικής Εξουσίας. Θα έχει δυνατότητα να ελέγχει, να παρακολουθεί με ανεξάρτητο τρόπο την πορεία και την εκτέλεση του Προϋπολογισμού, να εκδίδει έρευνες και να μπορεί έτσι ο πολίτης και βέβαια, αυτοί που έχουν και το καθήκον να ψηφίσουν και να παρακολουθήσουν τον Προϋπολογισμό, που είναι οι εκπρόσωποι του λαού στο Κοινοβούλιο, να έχουν μία αντικειμενική εικόνα για το ποια είναι η πραγματική κατάσταση.

Και τέλος, η Ελλάδα είναι μία από τις τρεις μόλις χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση – οι άλλες δύο είναι η Μάλτα και η Κύπρος – που δεν έχουν δημοσιονομικούς κανόνες. Δημοσιονομικοί κανόνες, οι οποίοι βασίζονται είτε σε κανόνες εξέλιξης του ελλείμματος είτε σε τρόπους με τους οποίους οι δαπάνες ελέγχονται. Κανόνες για τους οποίους υπάρχουν πολλές δημόσιες διεθνείς μελέτες σε πολλές διαφορετικές χώρες και οι οποίοι θα θεσπιστούν και στη χώρα μας, για να μπορέσουν να λειτουργήσουν ως άγκυρα για τις προσδοκίες των επενδυτών, για να μπορέσουν να βεβαιώσουν τους Έλληνες πολίτες ότι τα στοιχεία που δημοσιοποιούνται είναι και τα πραγματικά και για να μπορεί η εκάστοτε Κυβέρνηση να κινείται μέσα σ’ ένα πλαίσιο που θα κάνει απαγορευτική οποιαδήποτε υπέρβαση στόχων ή τουλάχιστον θα κάνει πάρα πολύ μεγάλο το πολιτικό κόστος μιας παρόμοιας υπέρβασης.

Το πρώτο, λοιπόν, στοίχημα είναι αυτό της αξιοπιστίας. Είναι ένα στοίχημα, το οποίο πληρώνουμε κάθε μέρα. Το πληρώνουμε στις διεθνείς αγορές. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το γεγονός ότι αν και πριν από δύο ημέρες, στην παρουσίαση του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης που κάναμε στο Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών και στο Eurogroup, υπήρξε μία εξαιρετικά θετική υποδοχή, με δηλώσεις που δεν έχουμε ξανακούσει. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη δεν έχουμε πείσει τις διεθνείς αγορές. Και ο λόγος που δεν τις έχουμε πείσει, είναι ακριβώς αυτή η αναξιοπιστία των στοιχείων και η αναξιοπιστία περασμένων πολιτικών. Και μέχρις ότου δείξουμε απτά δείγματα γραφής, δεν θα μπορέσουμε να εξομαλύνουμε ένα διεθνές περιβάλλον, το οποίο, βεβαίως, έχει και τους δικούς του κανόνες και τα δικά του κερδοσκοπικά παιχνίδια. Είναι γνωστά όλα αυτά, αλλά μέσα σε αυτό κινούμαστε, από αυτό θα δανειστούμε χρήματα που χρειαζόμαστε φέτος και, άρα, προφανώς πρέπει να συνυπολογίσουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά και να επηρεάσουμε αυτές τις αντιδράσεις με συγκεκριμένες κινήσεις και πολιτικές.

Έρχομαι, όμως, τώρα στην ουσία. Και πέρα, βεβαίως, από την αντιμετώπιση του ελλείμματος αξιοπιστίας, το ζητούμενο για την οικονομική πολιτική φέτος και τα επόμενα χρόνια είναι πώς θα κερδίσει ταυτόχρονα ένα διπλό στοίχημα: να βάλει τάξη σε δημόσια οικονομικά, που βρίσκονται παντελώς εκτός ελέγχου και ταυτόχρονα να βάλει τις βάσεις για μια νέα πορεία ανάπτυξης, βιώσιμη, βασισμένη σε διαφορετικά παραγωγικά χαρακτηριστικά από το παρελθόν. Μια πορεία ανάπτυξης, την οποία έχουμε κωδικοποιήσει μέσα από την έννοια της Πράσινης Ανάπτυξης, που δημιουργεί επενδυτικές ευκαιρίες, θέσεις εργασίας, πλούτο, ο οποίος μοιράζεται και πιο δίκαια απ’ ό,τι μοιράζεται σήμερα.

Αυτό το διπλό στοίχημα επιχειρούμε να κερδίσουμε μέσα από τις πολιτικές και τις προτάσεις που αναλύονται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης που έχουμε καταθέσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα αποτελεί τον οδικό χάρτη για τα επόμενα χρόνια στην οικονομική πολιτική. Ο επίσημος τίτλος του είναι Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αλλά εμείς θέλουμε να το λέμε Πρόγραμμα Σταθερότητας, Ανάπτυξης και Ανασυγκρότησης. Γιατί στην πράξη, είναι ένα Πρόγραμμα μεγάλων τομών και αλλαγών, δεν είναι απλώς ένα πρόγραμμα δημοσιονομικών στόχων και εξυγίανσης. Είναι ένα πρόγραμμα που βάζει μπροστά σημαντικές τομές στην οικονομία, τομές που θα έχουν και βραχυπρόθεσμη, αλλά κυρίως μεσοπρόθεσμη απόδοση. Προφανώς, κεντρικό στοιχείο αυτού του προγράμματος είναι η αντιμετώπιση του τεράστιου ελλείμματος και ο έλεγχος του δημοσίου χρέους.

Το Πρόγραμμα βασίζεται σ’ ένα συγκεκριμένο μακροοικονομικό σενάριο: θεωρούμε – κι εδώ είμαστε συμβατοί με τους περισσότερους διεθνείς οργανισμούς – ότι η ελληνική οικονομία το 2010 θα εξακολουθεί να είναι σε ύφεση, αλλά οριακά θ’ αρχίσει μια ανάκαμψη από το δεύτερο μισό του 2010 και από το 2011 θα μπούμε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, φτάνοντας από το 2012 και 2013 και ξεπερνώντας το 2%. Υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι βάζουν ερωτηματικά σ’ αυτό το μακροοικονομικό σενάριο. Λένε: «μα, θα μπορέσουμε από το 2010 ν’ αρχίσει μια αναστροφή;».

Νομίζω έχουμε πολλά επιχειρήματα για να πείσουμε, γιατί πράγματι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Κατ’ αρχάς, προσωπικά είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι η ίδια η δημοσιονομική προσαρμογή απελευθερώνει πόρους, τα υψηλά ελλείμματα πνίγουν την ανάπτυξη, δεν τη βοηθούν. Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι, όταν έχεις τεράστια ελλείμματα, ρίχνοντας περισσότερα χρήματα χωρίς στόχευση, μπορείς να βάλεις μπροστά την αναπτυξιακή διαδικασία. Αντίθετα, χρειάζεται μια πολιτική, η οποία δημιουργεί και προσδοκίες μείωσης των ελλειμμάτων, μία πολιτική, η οποία απελευθερώνει πόρους που θα πάνε σε επενδύσεις.

Το δεύτερο είναι ότι, βεβαίως, η ελληνική οικονομία έχει δυνατότητες άντλησης σημαντικών κεφαλαίων τα επόμενα χρόνια – είχε αναφερθεί η συνάδελφός μου, η κυρία Κατσέλη, σε αυτό – περίπου 16 δισεκατομμυρίων ευρώ από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι πολύ σημαντικό ποσό αυτό και είναι όλο επενδυτικό και επιχειρούμε να επαναστοχεύσουμε σε πιο σωστή κατεύθυνση.

Επίσης, μία σειρά από πολιτικές, στις οποίες θα αναφερθεί η κυρία Κατσέλη, διευκολύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα, ανοίγουν επενδυτικές ευκαιρίες, μειώνουν το κόστος και τον χρόνο ίδρυσης επιχειρήσεων και από μόνες τους θα έχουν τη δυνατότητα ακριβώς να ανεβάσουν τους αναπτυξιακούς ρυθμούς της χώρας.

Ελπίζουμε και πιστεύουμε ότι η ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας, όσο δειλή και αν είναι, από τα μέσα του 2010 και πέρα, θα οδηγήσει και σε μία ανάκαμψη των ελληνικών εξαγωγών και, βέβαια, δεν πρέπει κανένας να υποτιμά τη δυνατότητα που υπάρχει της κατανάλωσης στην ελληνική οικονομία, δεδομένου ότι είμαστε μια οικονομία με ιδιόμορφα χαρακτηριστικά, όπου τα επίσημα νούμερα εισοδήματος και φορολογίας δεν αντανακλούν τις πραγματικές δυνατότητες που έχουν οι Έλληνες πολίτες.

Άρα, λοιπόν, είναι ένα μακροοικονομικό σενάριο, που πιστεύουμε ότι είναι ρεαλιστικό και το οποίο θα στηρίξει όχι απλώς και τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών, αλλά και τη στροφή της χώρας σ’ αυτό το νέο παραγωγικό πρότυπο. Ο δημοσιονομικός στόχος του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης είναι πολύ συγκεκριμένος και δύσκολος, αλλά απολύτως εφικτός. Είναι ο στόχος το έλλειμμα να μειωθεί κάτω από το 3% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2012. Επιλέξαμε ως Κυβέρνηση μία τριετή προσαρμογή.

Γιατί τριετή προσαρμογή; Διότι είναι ανάγκη η προσαρμογή να ξεκινήσει και να είναι γρήγορη. Είναι ανάγκη να υπάρξει η αίσθηση του επείγοντος στην ελληνική κοινωνία, γύρω από όλες τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν. Γιατί μια γρήγορη δημοσιονομική προσαρμογή είναι και πιο πιστευτή και πιο σωστή απέναντι και στους ευρωπαίους εταίρους μας, αλλά και στις διεθνείς αγορές.

Με βάση, λοιπόν, το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, το οποίο εκθέτουμε το 2010, θα έχουμε μία μείωση του ελλείμματος κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες. Είναι, δηλαδή, ένα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα. Αυτή η μείωση βασίζεται τόσο σε αυξήσεις από την πλευρά των εσόδων όσο και σε σημαντικές μειώσεις από την πλευρά των δαπανών. Οι 2,3 ποσοστιαίες μονάδες από τις τέσσερις είναι μέτρα διαρθρωτικού και μόνιμου χαρακτήρα, το 1,7 είναι μέτρα προσωρινού χαρακτήρα και ακολουθείται τα επόμενα χρόνια από μειώσεις 3,1% το 2011 και 2,8% το 2012. Έτσι, με αυτήν την πορεία, στο τέλος του 2012, η χώρα θα έχει βγει από τη λεγόμενη δημοσιονομική επιτήρηση – πιο σωστά, διαδικασία υπερβολικών ελλειμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – και θα έχει ξαναβάλει τα δημοσιονομικά της σ’ ένα πιο σωστό δρόμο.

Ταυτοχρόνως, το χρέος θα φτάσει το 120% και θ’ αρχίσει να μειώνεται. Θ’ αρχίσει να μειώνεται από το 2012, πέφτοντας στο 117% και 113%. Γιατί θ’ αρχίσει να πέφτει το χρέος; Κατ’ αρχάς, γιατί θα έχουμε μια γρήγορη δημοσιονομική προσαρμογή, δημιουργώντας γρήγορα πρωτογενή πλεονάσματα. Δεύτερον, γιατί υπάρχει σε σχεδιασμό ένα πρόγραμμα μετοχοποιήσεων και αποκρατικοποιήσεων, που θα συμβάλει κατά περίπου 2,5% του ΑΕΠ στα επόμενα χρόνια κι ένα πρόγραμμα, το οποίο, πέρα από τις συμμετοχές του Δημοσίου σε εταιρίες, θα χωράει και την αξιοποίηση της τεράστιας ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, η οποία σήμερα κοιμάται.

Ένα  παρόμοιο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής δεν έχει κανένα απολύτως νόημα και περιορίζεται σε απλούς αριθμητικούς στόχους, εάν δεν υποστηρίζεται από πολύ συγκεκριμένα μέτρα και πολιτικές. Αυτά είναι τα δύο βασικά, εάν θέλετε, πλεονεκτήματα αυτού του προγράμματος, το οποίο έχουμε παραδώσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή – και αυτό αναγνωρίζεται από όλους, διότι: πρώτον, για το 2010 η προσαρμογή είναι απολύτως  ποσοτικοποιημένη με συγκεκριμένα μέτρα και έτσι από την πλευρά, για παράδειγμα, των δαπανών, μιλάμε για συγκεκριμένες μειώσεις στις λειτουργικές δαπάνες του Δημοσίου. Έχουμε εξαγγείλει μείωση στο κονδύλι των επιδομάτων του Δημοσίου τομέα κατά 10%, έχουμε μιλήσει για πάγωμα προσλήψεων για το 2010, με εξαίρεση τους ευαίσθητους τομείς Υγείας, Παιδείας και Δημόσιας Ασφάλειας και από το 2011 την μεταβολή σε κανόνα «πέντε προς ένα», για πέντε αναχωρήσεις μια μόνο πρόσληψη. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί τα τελευταία δέκα χρόνια το συνολικό κονδύλι του Προϋπολογισμού που πάει για μισθούς και για συντάξεις έχει διπλασιαστεί, το ονομαστικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά περίπου 70%.

Είναι προφανές ότι πρέπει να ελεγχθεί αυτό το κονδύλι, με ένα τρόπο, βεβαίως, που βελτιώνει και δεν χειροτερεύει τις υπηρεσίες που έχει ο Έλληνας πολίτης. Το 2009, συνταξιοδοτήθηκαν 14.000 Δημόσιοι υπάλληλοι και προσελήφθησαν 29.000 μόνιμοι. Σε αυτό, προσθέστε όλες τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προσθέστε τα πελατειακά stage και έχετε μια εικόνα ενός Δημοσίου Τομέα, ο οποίος όλοι ξέρουμε ότι δεν είναι αποτελεσματικός, αλλά ταυτόχρονα είναι συνεχώς διογκούμενος.

Πρέπει, λοιπόν, κάτι να γίνει γι’ αυτό, με ένα σοβαρό, υπεύθυνο τρόπο. Με ένα τρόπο, ο οποίος δεν στοχεύει ούτε επιχειρεί να βάλει απέναντί του την μεγάλη πλειοψηφία των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία προσπαθεί να κάνει την δουλειά της και να δώσει αποτέλεσμα στο Έλληνα πολίτη. Αλλά ένα πρόγραμμα, το οποίο θα μπορέσει να δει την σπατάλη και ευρύτερα, όχι μόνο, προφανώς, στο ίδιο το κονδύλι των μισθών και των επιδομάτων.

Δίπλα σε αυτά τα μέτρα που αφορούν μειώσεις δαπανών, υπάρχουν και συγκεκριμένα μέτρα αύξησης των εσόδων, που ποσοτικοποιούνται απολύτως και έτσι πιστεύουμε ότι για πρώτη φορά υπάρχει ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, το οποίο στο τέλος του έτους θα έχει υλοποιηθεί.

Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης είναι ότι εξηγούμε με συγκεκριμένα προγράμματα, με αποφάσεις που πρέπει να παρθούν, τις μεγάλες τομές που θα υποστηρίξουν αυτή την προσπάθεια. Τις τομές στη διαδικασία κατάρτισης εκτέλεσης Προϋπολογισμού, στις τομές στο φορολογικό σύστημα, τις τομές σε συνέχεια της δημόσιας συζήτησης για το Ασφαλιστικό, τις τομές στον τρόπο λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης, αλλά και όλες αυτές που αλλάζουν το παρελθόν μας πρότυπο.

Θα δώσω μερικά μόνο παραδείγματα στον τρόπο εκτέλεσης και διαχείρισης του Προϋπολογισμού. Η Ελλάδα έχει έναν Προϋπολογισμό, ο οποίος στο τέλος κάθε έτους παίρνει απλώς το κονδύλι του περασμένου έτους κατά κάτι τοις εκατό και αυτός είναι ο νέος Προϋπολογισμός. Είναι ένας Προϋπολογισμός, ο οποίος δεν συνδέει στόχους με αποτελέσματα. Δεν κάνει καμία αποτίμηση του κατά πόσο τα λεφτά του Έλληνα φορολογούμενου είχαν ή όχι κάποια θετική επίπτωση σε υπηρεσίες και στην ανάπτυξη.

Πάμε, λοιπόν, σε έναν Προϋπολογισμό από μηδενική βάση, σε έναν Προϋπολογισμό προγραμμάτων. Αξιολογούμε εκ του μηδενός τις δαπάνες κάθε Υπουργείου και παρακολουθούμε την εξέλιξη του Προϋπολογισμού του 2010 κάθε μήνα, δημοσιοποιώντας στο Διαδίκτυο τα αποτελέσματα. Με μικτές ομάδες του Υπουργείου Οικονομικών και των άλλων Υπουργείων, βάζοντας στην άκρη ένα 10% του ετήσιου Προϋπολογισμού, έτσι ώστε να μπορέσουμε να προλάβουμε οποιεσδήποτε υπερβάσεις θα υπάρχουν.

Αυτή η αλλαγή του συστήματος κατάρτισης εκτέλεσης και παρακολούθησης Προϋπολογισμού, είναι μια μικρή επανάσταση, για την οποία θα έχουμε στήριξη τόσο από Διεθνείς Οργανισμούς, όπως είναι ο ΟΟΣΑ ή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά και από την τεχνογνωσία που υπάρχει σε μεγάλες επιχειρήσεις, σε ελεγκτικές επιχειρήσεις διεθνείς, που θα μας στηρίξουν ακριβώς στο κάθε Υπουργείο, αλλά κυρίως στο Υπουργείο Οικονομικών, για να μπορέσει να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται κάποιος την εκτέλεση ενός Προϋπολογισμού – του πιο σημαντικού Προϋπολογισμού απ’ όλους, που είναι αυτός του Ελληνικού Κράτους.

Παράλληλα, βρίσκεται σε εξέλιξη και ολοκληρώνεται η διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης για το νέο φορολογικό σύστημα. Πριν από μερικές μέρες, έκλεισε η διαβούλευση στο Διαδίκτυο. Είχαμε κοντά στους 20.000 πολίτες, οι οποίοι έχουν κάνει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες επισημάνσεις και αυτή είναι η απάντηση σε όλους όσους λένε πως αυτές οι διαδικασίες διαβούλευσης παίρνουν πάρα πολύ χρόνο. Ναι, χρόνο παίρνουν, αλλά είναι εξαιρετικά χρήσιμες, διότι βοηθούν στο να υπάρξει – και θα υπάρξει – ένα καλύτερο φορολογικό νομοσχέδιο από ένα νομοσχέδιο που θα ετοίμαζε μια ομάδα του Υπουργείου πίσω από κλειστές πόρτες.

Είναι σε εξέλιξη γύρω στις έντεκα ομάδες εργασίας, οι οποίες κοιτούν επί μέρους ζητήματα. Θα καταλήξουμε σε ένα φορολογικό σύστημα, με μια ενιαία, προοδευτική, τιμαριθμοποιημένη φορολογική κλίμακα, με την αλλαγή του τρόπου φορολόγησης των νομικών προσώπων. Έχουμε μιλήσει για διαχωρισμό ανάμεσα στα διανεμόμενα και αδιανέμητα κέρδη και την υπαγωγή των διανεμομένων κερδών στη φορολόγηση φυσικών προσώπων, την ελάφρυνση των κερδών, τα οποία δεν διανέμονται, αλλά γίνονται επενδύσεις, και νέες  θέσεις εργασίας. Έχουμε εξηγήσει την λογική μας για την αλλαγή του τρόπου φορολόγησης ακίνητης περιουσίας. Θα υπάρξουν πάρα πολύ σημαντικές αλλαγές στο ίδιο τον τρόπο ελέγχου της φορολογίας στις επιχειρήσεις και στα φυσικά πρόσωπα. Ένας άλλος τρόπος φορολογικών δηλώσεων, θα πάμε σε ένα γενικευμένο πόθεν έσχες, όπως έχουμε δηλώσει, δηλώνοντας στα εισοδήματά μας και τα περιουσιακά μας στοιχεία με κυρίαρχο στοιχείο να εμπεδώσουμε  την εμπιστοσύνη του πολίτη απέναντι στο φορολογικό σύστημα. Να διευρύνουμε την φορολογική βάση, να χτυπήσουμε αλύπητα όλους αυτούς, οι οποίοι σήμερα  κλέβουν σήμερα από το συνεπή Έλληνα φορολογούμενο. Γιατί η φοροδιαφυγή δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά κλοπή, μέσα από συγκεκριμένες μεθόδους.

Πρέπει να δώσουμε κίνητρα στους πολίτες, όπως μέσα από τις αποδείξεις, αλλά και αντικίνητρα, δηλαδή εξαιρετικά αυστηρές ποινές σε όσους επιμένουν να μη επωμίζονται το βάρος, που θα έπρεπε να επωμίζονται, ως προς τα φορολογικά έσοδα. Μπορούμε να το κάνουμε, με σύγχρονες μεθόδους, με δειγματοληπτικούς ελέγχους, με διασταύρωση στοιχείων. Πράγματα που γίνονται, πράγματα για τα οποία υπάρχουν ήδη τα δεδομένα. Απλώς, μέχρι τώρα, δεν υπήρχε η πολιτική βούληση να προχωρήσουν. Και πιστεύω ότι έχουμε αρχίσει ήδη να αποδεικνύουμε ότι αυτή η πολιτική βούληση υπάρχει. 

Κυρίες και  κύριοι, θέλω να κλείσω με μια σύντομη αναφορά σε μια σειρά από άλλα μεγάλα ζητήματα, που κι αυτά περιέχονται και περιγράφονται μέσα στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Έχουν να κάνουν με τις μεγάλες αλλαγές που κυοφορούνται στο Ασφαλιστικό, ένα σύστημα πιο δίκαιο και πιο βιώσιμο. Υπάρχει ένας διάλογος, που δεν είναι εύκολος – γιατί δεν είναι εύκολο το ασφαλιστικό σύστημα – ο οποίος, όμως, θα καταλήξει και σε βελτιώσεις του ισχύοντος συστήματος, αλλά και σε άρση αδικιών, σε εξορθολογισμό με τις αλλαγές που γίνονται στον τομέα της Υγείας.

Έχουν ήδη προχωρήσει οι συναρμόδιοι Υπουργοί σε αλλαγές που μειώνουν το μεγάλο κόστος, το οποίο επιμερίζονται τα ασφαλιστικά ταμεία και εντέλει ο Έλληνας φορολογούμενος, γύρω από τις υγειονομικές δαπάνες των ασφαλισμένων.

Θέλω ακόμα να αναφερθώ στις πολύ μεγάλες αλλαγές στη Δημόσια Διοίκηση, που ο αρμόδιος Υπουργός έχει ανακοινώσει και εγκρίθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο. Μια μεγάλη αλλαγή, με την οποία έχουμε μείωση των δήμων στους 370, πηγαίνοντας από 57 Νομαρχίες σε 13 Περιφέρειες. Αλλαγές, οι οποίες έχουν ταυτόχρονο στόχο να φέρουν τη Δημόσια Διοίκηση πιο κοντά στον πολίτη, αλλά και μια Δημόσια Διοίκηση, που κοστίζει λιγότερο στον πολίτη, γιατί θα έχουν τη δυνατότητα να πετύχουν οικονομίες κλίμακας, εκεί όπου σήμερα δεν υπάρχουν και είναι κατακερματισμένες υπηρεσίες. Έτσι, θα έχουμε καλύτερο αποτέλεσμα.

Και βέβαια, όλες αυτές οι πολιτικές, οδηγούν σε ένα νέο παραγωγικό πρότυπο. Δεν θα επεκταθώ, γιατί η συνάδελφός μου, η κυρία Κατσέλη, θα έχει την ευκαιρία να μιλήσει γι’ αυτές. 

Ολοκληρώνω  με τη γενική παρατήρηση ότι οι μέρες που περνάμε δεν είναι οι ευκολότερες για τη χώρα μας. Πρέπει να σας πω ότι δεν είναι καθόλου ευχάριστο για ένα Υπουργό Οικονομικών στην Ελλάδα και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα – είμαι σίγουρος – να είναι αναγκασμένος να απολογείται. Να απολογείται για στοιχεία, τα οποία δεν ισχύουν, για προηγούμενες δεσμεύσεις που δεν έχουν αναληφθεί. Βέβαια, έχω απόλυτη συναίσθηση ότι όταν κάθομαι στο τραπέζι με τους ομολόγους μου, μπροστά μου υπάρχει μια ταμπέλα που γράφει «Ελλάς», δεν γράφει «Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ». Άρα, λοιπόν, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν βαρύτατες ευθύνες για το παρελθόν, αυτή η Κυβέρνηση, αυτές τις ευθύνες, είναι αναγκασμένη να τις διαχειριστεί και να πάει τη χώρα μπροστά.

Τρεις μήνες  μετά τις εκλογές που μας έδωσαν μια πολύ καθαρή εντολή, είναι και μια περίοδος, όπου βγήκαν στην επιφάνεια πολλά περισσότερα από τα προβλήματα που όλοι μας πιστεύαμε ότι υπάρχουν. Είναι σαφές ότι έχει αρχίσει να εμπεδώνεται η αίσθηση στην ελληνική κοινωνία ότι θα αντιμετωπίσουμε χρόνια προβλήματα,  ότι αυτή η κρίση θα είναι και ευκαιρία για τη χώρα μας. Μια χώρα με τεράστιες αναπτυξιακές, κοινωνικές, δυνατότητες. Δυνατότητες ανθρώπινου δυναμικού, δυνατότητες που σήμερα είναι σαφές ότι δεν αξιοποιούνται.

Ως απλός Έλληνας πολίτης, δεν θέλω να συνεχισθεί αυτή η κατάσταση. Ως Υπουργός Οικονομικών μιας Κυβέρνησης  με σαφέστατη εντολή, δεν θα αφήσουμε να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Παίρνουμε και θα πάρουμε όλα τα μέτρα που χρειάζονται, για να αλλάξει η πορεία η χώρα.

Σας ευχαριστώ  πολύ.


Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;